ξεροκέφαλος

ξεροκέφαλος
-η, -ο
1. διανοητικά νωθρός, χοντροκέφαλος
2. υπερβολικά ισχυρογνώμων, πεισματάρης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξεροκέφαλος — η, ο 1. ο αργός στη σκέψη. 2. ο πεισματάρης, ο αμετάπειστος: Είναι ξεροκέφαλος, δεν ακούει κανέναν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …   Dictionary of Greek

  • Marika Krevata — Marika Kotopouli Μαρίκα Κρεβατά Born 1910 Athens, Greece Died September 14, 1994 …   Wikipedia

  • Nikitas Platis — Νικήτας Πλατής Born 1912 Amorgos, Greece Died November 14, 1984 Greece Occupation actor Nikitas Platis (Greek: Νικήτας Πλατής, 1912 in Amorgos November 14, 1984 in Athens) was a Greek actor in theater and movi …   Wikipedia

  • Nikos Stavridis — Νίκος Σταυρίδης Born 1910 Samos, Principality of Samos (now Greece) Died December 4, 1987 …   Wikipedia

  • αδιάτρεπτος — η, ο (AM ἀδιάτρεπτος, ον) 1. αμετάτρεπτος, αμετακίνητος, αμετάβλητος («αδιάτρεπτος γνώμη») 2. (για πρόσωπα) ισχυρογνώμων, ξεροκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + διατρέπω. ΠΑΡ. αρχ. ἀδιατρεψία] …   Dictionary of Greek

  • ασύφηλος — ἀσύφηλος, ον (Α) 1. ξεροκέφαλος, ανόητος 2. πρόστυχος, ποταπός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι η λ. συνδέεται με το σοφός, ενώ κατ άλλους με τα Σίσυφος και σέσυφος «πανούργος» (Ησύχ.)] …   Dictionary of Greek

  • γκλάβας — ο [γκλάβα] 1. αυτός που δεν είναι έξυπνος, ο χοντροκέφαλος 2. πεισματάρης, ξεροκέφαλος …   Dictionary of Greek

  • δελήμπασης — ο ο αρχηγός τών δελήδων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. delibas (< deli «τρελός» + bas «κεφάλι») «ισχυρογνώμων, ξεροκέφαλος»] …   Dictionary of Greek

  • ιδιογνωμόρυθμος — ἰδιογνωμόρυθμος, ὁ (Μ) ο πεισματάρης, ο ισχυρογνώμων, ο ξεροκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιογνώμων + ρυθμος, υπό την επίδραση τού τ. ιδιόρρυθμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”